Η πόλη με τις χίλιες και μία εκκλησίες

Κάποιοι την αποκαλούν την πόλη με τις χίλιες και μία εκκλησίες, κάποιοι άλλοι την πόλη με τις 40 Πύλες. Κανείς ωστόσο δεν την αποκάλεσε σπίτι του για περισσότερους από τρεις αιώνες.

Η πόλη Άνι, χτισμένη σε υψόμετρο 1.464 μέτρων, εγκαταλελειμμένη από τους κάποτε ισχυρούς κατοίκους της, βρίσκεται στην τουρκική πλευρά της αποστρατικοποιημένης ζώνης μεταξύ των συνόρων Τουρκίας και Αρμενίας.

Σήμερα είναι μια πόλη φάντασμα, αλλά κάποτε ζούσαν σε αυτή πάνω από 200 χιλιάδες Αρμένιοι. Στο απόγειό της ήταν μια μητρόπολη που συναγωνίζονταν την Κωνσταντινούπολη, το Κάιρο και τη Βαγδάτη στο εμπόριο και στον πολιτισμό. Τα θρησκευτικά μνημεία, τα παλάτια και οι οχυρώσεις της θεωρούνται από τα καλύτερες κατασκευές από τεχνική και αισθητική πλευρά στον κόσμο. Παρόλα τα μεγαλεία, η πόλη εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε για αιώνες.

Οι Αρμένιοι χρονογράφοι Yeghishe και Ghazar Parpetsi αναφέρουν για πρώτη φορά το Ανί το 5ο μ.Χ αιώνα. Περιέγραψαν το Ανί ως ένα ισχυρό φρούριο χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου το οποίο είχε η Αρμένικη δυναστεία των Καμσαρακάνων. Η πόλη είχε πάρει το όνομα του φρουρίου και ήταν παγανιστικό κέντρο του Ανί-Καμάκχ το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Daranaghi στην βόρεια Αρμενία. Το Ανί ήταν προηγουμένο γνωστό ως Κχνάμκ αν και οι ιστορικοί δεν είναι βέβαιοι γιατί είχε την ονομασία αυτή. Ο Γερμανός φιλόλογος και γλωσσολόγος Γιόχαν Χέϊνριχ Χούμπσχαμαν, ο οποίος μελετούσε την Αρμένικη γλώσσα, υποστήριξε ότι η λέξη ίσως προέρχεται από την Αρμένικη λέξη «κχναμέλ», ένα απαρέμφατο το οποίο σημαίνει «να φροντίζω».

Στις αρχές του 9ου αιώνα τα πρώην εδάφη των Καμσαρακάνων στην περιοχή Αρσαρουνίκ και Σιράκ (οι οποίες συμπεριλάμβαναν το Ανί) ενώθηκαν με τα εδάφη της Αρμένικης Δυναστείας των Βαγρατιδών. Ο αρχηγός της δυναστείας, ο Ασότ Μσάτερ (Ασότ ο κρεατοφάγος) πήρε το τίτλο του πρίγκιπα της Αρμενίας. Οι Βαγρατίδοι είχαν την πρώτη πρωτεύουσά τους στο Μπαραγκάν, 40 χιλιόμετρα νοτίως του Ανί, πριν αυτή μεταφέρθεί στο Σιρακαβάν 25 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Ανί.

Το 929 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Καρς. Το 961 ο βασιλιάς Ασχότ ΙΙΙ τελικά μετέφερε την πρωτεύουσα από το Κάρς στο Ανί. Το Ανί αναπτύχθηκε με γοργούς ρυθμούς κατά την διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Σμπάτ ΙΙ (977-989). Το 992 και το Αρμένικο Καθολικάτο μετέφερε την έδρα του στο Ανί.

Τον 10ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης εκτιμάται ότι ήταν 50.000-100.000 άνθρωποι. Στις αρχές του 11ου αιώνα ο πληθυσμός ξεπέρασε τις 100.000 και η πόλη απέκτησε την φήμη «της πόλης με τις σαράντα πύλες» και «της πόλης με τις χίλιες και μία εκκλησίες«

Το Ανί έφτασε στην ακμή του κατά την μακρά βασιλεία του βασιλιά Γκαγκίκ Ι (989-1020). Μετά το θάνατό του όμως οι δύο υιοί του μάλωσαν για την διαδοχή. Ο πρωτότοκος γιος ο Χοβχάνες Σμπατ τελικά απέκτησε το έλεγχο του Ανί και ο νεότερος αδελφός του Ασχότ IV απέκτησε το έλεγχο άλλων εδαφών της δυναστείας των Βαγρατιδών. Ο Χοβχάνες Σμπατ, φοβούμενος ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θα επιτεθεί στο αδύναμο βασίλειο έκανε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο κληρονόμο του. Το Ιανουάριο του 1022 ο Πατριάρχης Πέτρος παρέδωσε στο Βασίλειο Β’, ο οποίος ξεχειμώνιαζε με το στρατό του στην Τραπεζούντα, ένα έγγραφο από τον Χοβχάνες Σμπατ με το οποίο θα έπαιρνε ενέχυρο το βασίλειο σε περίπτωση που αυτός θα πέθαινε. Όταν ο Χοβχάνες Σμπατ πέθανε το 1041, ο διάδοχος του Βασίλειου Β” διεκδίκησε την κυριαρχία του Ανί. Ο νέος βασιλιάς του Ανί Γααγκίκ ΙΙ αντέδρασε και πολλές βυζαντινές επιδρομές οι οποίες ακολούθησαν απωθήθηκαν με επιτυχία. Το 1045 μετά την αιχμαλώτιση του βασιλιά Ασχότ της δυναστείας των Βαγρατιδών και την υποκίνηση φιλο-βυζαντινών ανάμεσα στο πληθυσμό του Ανί η πόλη παραδόθηκε στον Βυζαντινό έλεγχο. Ένας Έλληνας διοικητής εγκαταστάθηκε στην πόλη.

Το 1064 μια μεγάλη στρατιά Σελτζούκων Τούρκων καθοδηγούμενη από τον Σουλτάνο Αλπ Αρσλάν μαζί με Καυκασιανούς Γεωργιανούς υπό την καθοδήγηση του Βασιλιά Βαγκράτ επιτέθηκε στο Ανί. Μετά από πολιορκία 25 ημερών έγινε κατάληψη της πόλης και ο πληθυσμός σφαγιάστηκε. Ένας απολογισμός των λεηλασιών και των σφαγών περιγράφεται από τον Άραβα ιστορικό Σιβτ ιμπν αλ-Γκάβζι ο οποίος παρουσιάζει τις περιγραφές ενός αυτόπτη μάρτυρα:

» Ο στρατός εισέβαλε στην πόλη, σφαγίασε τους κατοίκους, λεηλάτησε και έκαψε, αφήνοντας ερείπια και αιχμαλωτίζοντας όλους όσους είχαν παραμείνει ζωντανοί… Τα νεκρά σώματα ήταν τόσα πολλά που οι δρόμοι είχαν μπλοκάρει και κανείς δεν μπορούσε να πάει πουθενά χωρίς να πατάει πάνω σε αυτά. Ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ήταν μικρότερος από 50.000. Είμαι αποφασισμένος να μπω στην πόλη και να δω την καταστροφή με τα ίδια μου τα μάτια. Προσπάθησα να βρω ένα δρόμο στο οποίο μπορώ να περπατήσω χωρίς να πατάω σε πτώματα αλλά ήταν αδύνατον. «

Το 1072 οι Σελτζούκοι πούλησαν το Ανί στους Σανταντίντ, μια μουσουλμανική Κούρδικη δυναστεία η οποία προερχόταν από την Γκαντζά. Οι Σανταντίντ επιδίωξαν γενικά μια συμφιλιωτική πολιτική έναντι των Αρμενίων και του χριστιανικού πληθυσμού και έγιναν αρκετοί γάμοι με μέλη της Βαγραδίτικης αριστοκρατίας. Κάθε φορά που η κυβέρνηση των Σανταντίντ γινόταν αδιάλλακτη ο πληθυσμός της πόλης έκανε έκκληση για βοήθεια στο χριστιανικό βασίλειο της Γεωργίας. Οι Γεωργιανοί κατέλαβαν το Ανί το 1124, 1161 και το 1174 αλλά κάθε φορά η πόλη επέστρεφε στους Σανταντίντ.

Το 1199 οι δυνάμεις της Γεωργιανής βασίλισσας Ταμάρ κατέλαβαν το Ανί και εκτόπισαν τους Σανταντίτ και η διακυβέρνηση της πόλης δόθηκε στους Αρμένιους στρατηγούς Ζακάρε και Ιβάνε Ζακαρίντ. Στο Ανί η νέα δυναστεία είναι γενικά γνωστή ως η δυναστεία των Ζακαριδών (από το όνομα του ιδρυτή Ζακάρε). Η δυναστεία αυτή θεωρούσε ότι ήταν οι διάδοχοι της δυναστείας των Βαγρατιδών. Στο Ανί ακολούθησε ευημερία, η οχύρωση της πόλης ενισχύθηκε και αρκετές νέες εκκλησίες χτίστηκαν. Διάδοχος του Ζακαρίντ έγινε ο γιος του Σαχανσχάχ.

Οι Μογγόλοι χωρίς επιτυχία πολιόρκησαν το Ανί το 1226. Το 1236 κατάφεραν να καταλάβουν και λεηλάτησαν την πόλη, σφάζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η πόλη έπεσε την στιγμή που απουσίαζε ο Σαχανσχάν. Όταν επέστρεψε στην πόλη η δυναστεία των Ζακαρίδων συνέχισε να κυβερνά το Ανί, ως υποτελείς των Μογγόλων και όχι των Γεωργιανών. Το Ανί ξεκίνησε σταδιακά να παρακμάζει μέχρι την ολοκληρωτική παρακμή κατά την περίοδο των Μογγόλων. Κατά το 14ο αιώνα η πόλη κυβερνήθηκε με την διαδοχή των τοπικών Τουρκικών δυναστειών συμπεριλαμβανομένων των Γιαλαϊρίδων και των Καρά Κογιουνλού (Τουρκμένικο φύλο Μαύρο Πρόβατο)’οι οποίοι έκαναν το Ανί πρωτεύουσα.

Ο Ταμερλάνος κατέκτησε το Ανί την δεκαετία του 1380. Μετά το θάνατό του οι Καρά Κογιουνλού πήραν πάλι την κυριαρχία της πόλης και μετέφεραν την πρωτεύουσά του στο Γιερεβάν. Το 1441 το Αρμένικο Καθολικάτο μετέφερε επίσης την έδρα στο Γιερεβάν. H δυναστεία των Πέρσων Σαφαβιδών στην συνέχει κυβέρνησε το Ανί μέχρι που έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1579. Μια μικρή πόλη συνέχισε να διατηρείται εντός των τειχών τουλάχιστον μέχρι το μέσο του 17ου αιώνα, αλλά ο χώρος εντελώς εγκαταλείφθηκε στα μέσα στου 18ου αιώνα. Η μείωση του πληθυσμού έγινε παράλληλα με την γενικότερη μείωση της αγροτικής ενδοχώρας ως αποτέλεσμα της πολιτικής αναταραχής στην περιοχή μεταξύ των συνόρων των Οθωμανικών-Ιρανικών πολέμων και του κατακερματισμού του κεντρικού ελέγχου των αυτοκρατοριών.

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ανακάλυψαν το Ανί και το έκαναν γνωστό στη δύση, δημοσιεύοντας περιγραφές σε επιστημονικά και ταξιδιωτικά περιοδικά. Το 1878 η περιοχή του Καρς, συμπεριλαμβανομένου και του Ανί, ενώθηκε με τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το 1892 έγιναν και οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές στο Ανί, χρηματοδοτούμενες από την Ακαδημία των Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης και καθοδηγούμενες από τον Ρώσο αρχαιολόγο Νικολάϊ Μαρ. Οι ανασκαφές του Μαρ στο Ανί ξανάρχισαν το 1904 και συνεχίστηκαν κάθε χρόνο μέχρι το 1917. Σε μεγάλο μέρος της πόλης έγιναν ανασκαφές, μεγάλος αριθμός κτηρίων βγήκε στην επιφάνεια και έγιναν μετρήσεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε μελέτες και δημοσιεύσεις σε ακαδημαϊκά περιοδικά. Έγιναν επιδιορθώσεις σε κτήρια στα οποία υπήρχε ο κίνδυνος να κατεδαφιστούν. Ένα μουσείο δημιουργήθηκε για να στεγάσει τα δεκάδες χιλιάδες ευρήματα των ανασκαφών. Το μουσείο στεγάστηκε σε δύο κτήρια, στο Τέμενος Μινουτσίχρ και σε ένα ειδικά κτισμένο πέτρινο κτήριο.

Το 1918, κατά την διάρκεια των τελευταίων σταδίων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολέμησε στην περιοχή κατά του νεοσύστατου κράτους της Αρμενίας, καταλαμβάνοντας το Καρς τον Απρίλιο του 1918. Στο Ανί έγιναν προσπάθειες να μεταφερθούν τα εκθέματα του μουσείου καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες πλησίαζαν την περιοχή. Περίπου 6.000 αντικείμενα (αντικείμενα που ήταν εύκολο να μεταφερθούν) αφαιρέθηκαν από τον Αρμένιο αρχαιολόγο Ασχκχαρμπέκ Καλαντάρ (ο οποίος στο παρελθόν συμμετείχε στις ανασκαφές του Νικολάϊ Μαρ). Κατόπιν εντολής του Ιωσήφ Ορμπέλι (Αρμένιος Οριενταλιστής) τα εκθέματα σήμερα είναι μέρος της συλλογής του Κρατικού Μουσείου Αρμένικης Ιστορίας στην Γιερεβάν. Ό,τι έκθεμα παρέμεινε στο Ανί αργότερα είτε λεηλατήθηκε είτε καταστράφηκε. Για ένα μικρό διάστημα κατά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το Ανί δόθηκε στην Αρμενία. Το 1920 με επίθεση των Τούρκων κατά της Αρμενίας το Ανί επανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Το 1921 με την υπογραφή της Συνθήκης του Καρς επισημοποιήθηκε η ένταξη του εδάφους που περιέχει το Ανί στην Τουρκία.

Τον Μάιο του 1921 η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας εξέδωσε εντολή στο διοικητή του Ανατολικού Μετώπου Καζίμ Καραμπεκίρ «τα μνημεία του Ανί να σβηστούν από το πρόσωπο της γης» . Ο Καραμπεκίρ σημειώνει στα απομνημονεύματά του ότι αυτός απάντησε περιφρονητικά στην εντολή αυτή, αλλά η εξαφάνιση των ιχνών από τις ανασκαφές και τις επισκευές των κτιρίων από τον Νικολάϊ Μαρ υποδηλώνει ότι η εντολή τελικά εν μέρει είχε πραγματοποιήθηκε.

Σύμφωνα με με άρθρο στο περιοδικό «The Economist» το Ανί ακόμη και ως ερείπιο διεκδικήθηκε γεωπολιτικά από την Τουρκία και την Αρμενία. Το 1921 όταν το μεγαλύτερο μέρος του παραχωρήθηκε στην Τουρκία οι Αρμένιοι δυσαρεστήθηκαν και κατηγόρησαν τους Τούρκους για παραμέληση του αρχαιολογικού χώρου και σοβινισμό. Οι Τούρκοι ανταπάντησαν ότι οι εκρήξεις από το λατομείο των Αρμενίων δίπλα στο Ανί (από την πλευρά των συνόρων της Αρμενίας) δημιουργούσαν δονήσεις στον αρχαιολογικό χώρο.

Σύμφωνα με την ιστοσελίδα «Virtual Ani» το Ανί σήμερα είναι μια πόλη φάντασμα, ακατοίκητη για πάνω από τρεις αιώνες και βρίσκεται μέσα σε στρατιωτική ζώνη στα σύνορα με την Αρμενία. Η παραμέληση, οι σεισμοί, οι βανδαλισμοί, τα λατομεία, οι ερασιτεχνικές αναστηλώσεις και ανασκαφές αλλά και οι πολιτικές «πολιτισμικών εκκαθαρισμών» τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει στην περαιτέρω καταστροφή των μνημείων. Σύμφωνα με τον οργανισμό «Landmarks Foundation» ο χώρος του Ανί θα πρέπει να προστατευτεί ανεξάρτητα σε ποιανού την δικαιοδοσία εμπίπτει. Οι Σεισμοί του 1319, 1832 και 1988 όπως και η παραμέληση είχαν καταστροφικά αποτελέσματα για την αρχιτεκτονική της πόλης. Η πόλη του Ανί είναι ιερός τόπος ο οποίος χρειάζεται συνεχή προστασία.

Μέχρι το 2004 υπήρχαν περιορισμοί στους επισκέπτες που ήθελαν να επισκεφτούν το Ανί γιατί η περιοχή ήταν κάτω από στρατιωτικό έλεγχο και χρειαζόταν ειδική άδεια. Σήμερα παρόλο που η περιοχή του Ανί βρίσκεται κάτω από στρατιωτικό έλεγχο δεν υπάρχουν περιορισμοί και ένας τουριστικός online οδηγός, το lonelyplanet.com προτείνει την επίσκεψη στο Ανί ανάμεσα στα 18 καλύτερα μέρη της Τουρκίας. Οι Τουρκικές αρχές με την σειρά τους έχουν δηλώσει ότι καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί ο χώρος. Τον Οκτώβριο του 2010 μια έκθεση της «Global Heritage Fund» συμπεριέλαβε και το Ανί στην λίστα με τα μνημεία από όλο το κόσμο που κινδυνεύουν από ανεπανόρθωτη απώλεια και καταστροφή επικαλούμενη ως αίτια την ανεπαρκή διαχείριση και την λεηλασία.










Next Post Previous Post
Τα πάντα για Sports, culture, Art, Life, Hot
και πολλά άλλα !!!

www.panseraikos.gr